Αρχιτεκτονική ξενάγηση στην Παλιά Ξάνθη
Η διαδρομή είναι περίπου 1 χλμ., 50 λεπτών περίπου και μικρής δυσκολίας. Ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα να πάρει μια μικρή γεύση από τα αρχιτεκτονικά ρεύματα, όπως εκφράστηκαν στην Παλιά Ξάνθη, αλλά και από τα μορφολογικά χαρακτηριστικά που έφερε κάθε κτίριο ανάλογα με τη λειτουργία του.

Έτσι, περπατώντας ανάμεσα στα σοκάκια της παλιάς Ξάνθης θα παρατηρήσει κανείς τον τρόπο με τον οποίο είναι κτισμένα τα κονάκια, τα αρχοντικά και οι οικίες, τα καταστήματα, τα σχολεία, οι εκκλησίες και το μητροπολιτικό μέγαρο, τα χάνια, κτίρια κοινοτικού χαρακτήρα, όπως επίσης και τον τρόπο με τον οποίο ενσωματώνονται όλα αυτά στον πολεοδομικό ιστό της πόλης. Παράλληλα, θα μυηθεί στα αρχιτεκτονικά ρεύματα του νεοκλασικισμού, του εκλεκτικισμού και της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής που συνυπάρχουν αρμονικά στην Παλιά Ξάνθη.

40. Κονάκι Μουζαφέρ Μπέη

Σύντομη τεκμηρίωση:

Το κονάκι του Μουζαφέρ Μπεή αποτελεί ένα από τα παλαιότερα αρχοντικά κτίρια στην παλιά πόλη της Ξάνθης. Χτίστηκε στα μέσα περίπου του 19ου αι, σε περίοπτη θέση στην παλιά πόλη της Ξάνθης, στα όρια των συνοικιών Σουνέ και Αγίου Βλασίου. Η κύρια κατοικία είναι τριώροφη, σε σχήμα «Π», ενώ στη συμμετρική πρόσοψή της κυριαρχεί το ημικυκλικό αέτωμα της στέγης, όπου πιθανώς βρισκόταν και η επιγραφή με τη χρονολογία ανέγερσης.
Στο εσωτερικό της οι δυο όροφοι που αποτελούσαν την κατοικία είχαν έναν κεντρικό χώρο (sofa) και μια ακόμα αίθουσα ανοιχτή προς τη σάλα (eyvan), ενώ τέσσερα δωμάτια (oda) αναπτύσσονταν γύρω από αυτήν.
Εντυπωσιακός είναι ο εσωτερικός ζωγραφικός διάκοσμος με οροφογραφίες και τοιχογραφίες με φυτικά μοτίβα, μιμήσεις παραθύρων και ζωγραφικών πινάκων κ.ά.
Το ισόγειο λειτουργούσε ως χώρος για καθημερινές εργασίες και ως αποθηκευτικός, ενώ στον πρώτο και δεύτερο όροφο κατοικούσαν τα μέλη της οικογένειας. Αν και το κτίριο χαρακτηρίζεται από τα πολλά και μεγάλα παράθυρά του που εξασφάλιζαν άπλετο φως, η οπτική επαφή από τον δρόμο προς το εσωτερικό του αποτρέπεται από έναν υψηλό μαντρότοιχο.
Το κτίριο αποτελούσε τμήμα ενός εκτεταμένου συγκροτήματος, που περιλάμβανε μεταξύ άλλων και μια δεύτερη κατοικία, ένα χαμάμ και εργαστηριακούς και αποθηκευτικούς χώρους. Οι δυο ανεξάρτητες κατοικίες (haremlik και selamlik) επικοινωνούσαν μεταξύ τους με μια υπερυψωμένη σκεπαστή «γέφυρα» που δε διασώζεται σήμερα, καθώς η δεύτερη κατοικία έχει γκρεμιστεί. Η αρχιτεκτονική του κτιρίου ακολουθεί πιστά την τυπολογία της αστικής οθωμανικής κατοικίας. Σήμερα ανήκει στον Δήμο Ξάνθης. Το 2009 αποκαταστάθηκε το 2009, ενώ έχει γίνει μελέτη για χρήση του ως χώρου πολιτισμού.


Κατηγορία θεματικού ενδιαφέροντος:  ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟΥ / ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ


Ιστορικά στοιχεία:

Το Κονάκι του Μουζαφέρ Μπέη οικοδομήθηκε περίπου στα μέσα του 19ου αιώνα. Βρίσκεται στις παρυφές της συνοικίας Σουνέ, η οποία εκείνη την περίοδο αποτελούσε τον τόπο κατοικίας των Σουνιτών μουσουλμάνων και των διοικητικών αξιωματούχων του οθωμανικού κράτους.
Σύμφωνα με την Κορνηλία Τρακοσσοπούλου – Τζήμου το κτίριο κτίστηκε από τον Σιακήρ Αγά, έναν δεινό παλαιστή από το Ντελιορμάν (σημερινό Λουντογκόριε της βορειοανατολικής Βουλγαρίας), ο οποίος ήρθε στην Ξάνθη εκείνη την περίοδο και παντρεύτηκε με την κόρη ενός Οθωμανού μπέη.
Μέχρι το 1984 το κονάκι βρισκόταν στην ιδιοκτησία της οικογένειας, καθώς σε αυτό κατοικούσε ο Μουζαφέρ Μπέης, εγγονός του Σιακήρ Αγά. Το 1988, λίγα χρόνια μετά τον θάνατό του, το κτίριο αγοράστηκε από τον Δήμο Ξάνθης. Λόγω της ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής του αξίας το 1993 αναγνωρίστηκε ως διατηρητέο μνημείο, ενώ έχει γίνει μελέτη για τη μετατροπή του σε χώρο πολιτισμού.


Στοιχεία αρχιτεκτονικής:

Το Κονάκι του Μουζαφέρ Μπέη αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα παραδοσιακής αρχιτεκτονικής του βαλκανικού χώρου της οθωμανικής περιόδου. Είναι κτισμένο σε περίοπτη θέση στο εσωτερικό της παλιάς Ξάνθης, ένα γεγονός που προσφέρει στο κτίριο εξαιρετική θέα προς την πεδιάδα της περιοχής. Η απεριόριστη θέα ενισχύθηκε σε μεγάλο βαθμό και από το ανάγλυφο του εδάφους, το οποίο επιβάλλει την αμφιθεατρική συγκρότηση του δομημένου χώρου. Σε αντίθεση με τα περισσότερα κτίρια του παραδοσιακού οικισμού, τα οποία συνήθως είναι μονώροφα ή διώροφα, το συγκεκριμένο αποτελείται από τρεις ορόφους. 
Είναι κτισμένο σε σχήμα Π, μια τυπολογία που συναντιέται ιδιαίτερα συχνά στο βαλκανικό χώρο κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Οι δύο όροφοι που ορθώνονται πάνω από το ισόγειο περιλαμβάνουν μια κεντρική σάλα (sofa) στην προέκταση της οποίας διαμορφώνεται μια ακόμα αίθουσα ανοιχτή προς τη σάλα (eyvan) και τέσσερα δωμάτια (oda), τα οποία αναπτύσσονται τριγύρω από αυτή. Ο πρώτος και ο δεύτερος όροφος χρησιμοποιούνταν κυρίως ως χώροι κατοικίας της οικογένειας. Το ισόγειο αποτελούνταν από δύο τμήματα και η βασική του λειτουργία ήταν βοηθητική για τις καθημερινές εργασίες του νοικοκυριού. 
Τα μεγάλα παράθυρα στην πρόσοψη του κτιρίου εξασφάλιζαν άπλετο φως στο εσωτερικό και έδιναν τη δυνατότητα στους κατοίκους να έχουν μια άνετη θέα προς τον κάμπο της περιοχής. Το κτίριο διέθετε επιπλέον και ένα μικρό χαμάμ, το οποίο βρισκόταν στη δυτική πλευρά του ισογείου και χρησιμοποιούνταν για να καλύπτει τις ανάγκες της οικογένειας. Η επικοινωνία μεταξύ των ορόφων πραγματοποιούνταν με δύο κλιμακοστάσια. Το κύριο κλιμακοστάσιο του σπιτιού, που είναι κατασκευασμένο από ξύλο, ξεκινάει από το ισόγειο και καταλήγει σε ένα μικρό πατάρι στο δεύτερο όροφο, ενώ το δεύτερο είναι βοηθητικό και συνδέει το βορειοδυτικό τμήμα του σπιτιού με την αυλή και το χαμάμ. 
Στην αρχική του μορφή το κτίσμα περιλάμβανε δύο ανεξάρτητες κατοικίες το χαρεμλίκι (γυναικωνίτη) και το σελαμλίκι (ανδρωνίτη) που επικοινωνούσαν μεταξύ τους στο επίπεδο του πρώτου ορόφου μέσω μιας υπερυψωμένης, σκεπαστής γέφυρας. Το κτίριο που στέγαζε το σελαμλίκι δε σώζεται σήμερα, καθώς γκρεμίστηκε σε κάποια φάση της δεκαετίας του 1940. Η αυλή περιλάμβανε και ορισμένα ακόμα κτίρια βοηθητικού χαρακτήρα, τα οποία χρησιμοποιούνταν για τις οικιακές εργασίες, αλλά και ως αποθηκευτικοί χώροι. Ο χώρος της αυλής περιβάλλεται από ψηλό μαντρότοιχο, που απέτρεπε κάθε ορατότητα προς τους εσωτερικούς χώρους του κτίσματος.
Το κτίριο αποτελεί ενδεικτικό παράδειγμα αστικής οθωμανικής κατοικίας του 19ου αιώνα. Στην κατασκευή του είναι κυρίαρχα τα υλικά από την περιοχή (τοπική πέτρα και ξύλο). Βασικό στοιχείο οργάνωσης της κύριας όψης του είναι η συμμετρία, καθώς και τα επιμέρους ξύλινα στοιχεία που διαμορφώνουν τις ακμές και τα πλαίσια των ανοιγμάτων.


Περιγραφή λοιπών στοιχείων:

Το καμπυλόμορφο αέτωμα στην κύρια όψη του κτιρίου έφερε εγχάρακτη επιγραφή στα αραβικά, η οποία κατά πάσα πιθανότητα αναφερόταν στη χρονολογία της κατασκευής του ή στη χρονολογία κατά την οποία πραγματοποιήθηκε η διακόσμησή του. Η επιγραφή περιβαλλόταν από ζωγραφικό φυτικό διάκοσμο, ο οποίος σώζεται μέχρι και σήμερα σε κακή κατάσταση. Ο εσωτερικός χώρος του κτιρίου είναι διακοσμημένος με ποικίλες οροφογραφίες και τοιχογραφίες, ενώ ιδιαίτερα έντονη είναι η παρουσία του ξύλου στα διάφορα στοιχεία της κατασκευής, όπως οι πόρτες, τα κολωνάκια, οι οροφές και οι μεσάντρες.


Σκοπός - Χρήση: Κατοικία, Πολιτιστικός χώρος


Χαρακτηρισμός: Διατηρητέο, Φορέας ΥΠΠΟ, Απόφαση ΔΙΛΑΠ/Γ/1947/45058, ΦΕΚ 706/93 - Διατηρητέο, Φορέας ΥΜΑΘ, Κατηγορία «Α», Απόφαση 5385, ΦΕΚ 1097/95


Χρονολόγηση (περίοδος): Μέσα 19ου αιώνα


Έτος κατασκευής: 1848


Τοποθεσία μνημείου: 41.1416841765745, 24.884676719915575


Βιβλιογραφικές παραπομπές:

•    Κορνηλία Τρακοσοπούλου – Τζήμου, «Μεθοδολογική προσέγγιση για την αποκατάσταση ιστορικών κτιρίων του 19ου αιώνα. Το Κονάκι του Μουζαφέρ μπέη στην Ξάνθη» στο Πρακτικά 3ου Εθνικού Συνεδρίου: Ήπιες επεμβάσεις για την προστασία των ιστορικών κατασκευών. Νέες τάσεις σχεδιασμού, Ιανός, 2008, σ. 261 – 268
•    Δημήτρης Μαυρίδης, Σπίτια της Ξάνθης, Ιερά Μητρόπολις Ξάνθης και Περιθεωρίου, Ξάνθη 2009
•    Δημήτρης Μαυρίδης, Αγγελοφύλακτος Ξάνθη, Ιερά Μητρόπολις Ξάνθης και Περιθεωρίου, Ξάνθη 2006


 Διεύθυνση: Μάρκου Μπότσαρη 46


Επισκέψιμο: Όχι

 

Print
image
Όροι ΧρήσηςΠολιτική ΑπορρήτουCopyright 2024 by Δήμος Ξάνθης
Back To Top